απρόθεσμος

απρόθεσμος
η , ο [ος , ον ] неограниченный, бессрочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απρόθεσμος" в других словарях:

  • ἀπρόθεσμος — not fixed to any definite time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόθεσμος — η, ο (AM ἀπρόθεσμος, ον) αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία …   Dictionary of Greek

  • απρόθεσμος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται χωρίς προθεσμία: Η εξόφληση του δανείου είχε μείνει απρόθεσμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπρόθεσμον — ἀπρόθεσμος not fixed to any definite time masc/fem acc sg ἀπρόθεσμος not fixed to any definite time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»